9.4.08

ΚΥΡιολεκτεί & ΚΥΡιαρχεί

Από τον Παύσων της Αθήνας του 4ου αιώνα που, όπως οι κωμικοί ποιητές, παρίστανε τους ανθρώπους, σε μια τάση παρωδίας και διακωμώδησης, στον Γιάννη Κυριακόπουλο του σήμερα. Η Ελλάδα, κρατά τις παραδόσεις της αρχαιότητας, καθώς οι σύγχρονες ελληνικές εφημερίδες έχουν αναλογικά τους περισσότερους γελοιογράφος από τις εφημερίδες οποιασδήποτε άλλης ευρωπαϊκής χώρας, όπως έχει δηλώσει ο Σεραφείμ Φυντανίδης.
Ο Κυρ με «ένα όνομα βαρύ σαν ιστορία» γέμιζε και συνεχίζει να γεμίζει τις σελίδες των ελληνικών εφημερίδων (Μεσημβρινή, Απογευματινή, Ελευθεροτυπία, Βήμα) με τα χαρακτηριστικά ανθρωπάκια του. Καθιέρωσε το δικό του προσωπικό στυλ, όπως ένα σύνολο γελοιογραφιών με ένα βασικό κεντρικό θέμα της επικαιρότητας καθώς και τις ολοσέλιδες συνθέσεις. Το ξεκίνημα του Κυρ στην ελληνική γελοιογραφία οφείλεται στον Γιώργο Σαββίδη, από το περιοδικό «Ταχυδρόμος», ο οποίος τον «ανακάλυψε», διαβάζοντας ένα ιταλικό χιουμοριστικό περιοδικό, που ο Γιάννης Κυριακόπουλος δημοσίευε σκίτσα του, τον καιρό που σπούδαζε Διακοσμητική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Ρώμης.



Οι γελοιογραφίες του δεν σατιρίζουν μόνον τους πολιτικούς, αλλά και το λαό ή ακόμα τους πολιτικούς μέσα από τα απορημένα βλέμματα των πολιτών. Η ελληνική πραγματικότητα του προσφέρει καθημερινά ένα πλήθος από αφορμές για να διακωμωδήσει τόσο τις εξελίξεις όσο και την ελληνική νοοτροπία που οδηγεί τη χώρα σε παραλήρημα.
Ο Κυρ έχει το χάρισμα και την τεχνική να μετατρέπει την άσχημη πραγματικότητα που φέρνει δάκρυ σε ένα αβίαστο γέλιο. Με λίγα λόγια κάνει το δράμα … κωμωδία. Ενώ, τα σκίτσα του αποτελούνται κυρίως από απλές γραμμές, τα νοήματα και τα μηνύματα που υπάρχουν μέσα σε αυτά διόλου απλοϊκά είναι, αντίθετα παρουσιάζουν την αλήθεια των καταστάσεων στην πιο καθαρή και διάφανη μορφή τους.

2.4.08

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ; ΚΑΙ ΑΝ ΝΑΙ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ;

« Ο λόγος δεν έχει λόγο να λέγεται, το λόγο αυτό τον σεβάστηκα […] Ο λόγος σαπίζει καταναλώνεται , στο λόγο αυτό κουβέντα δε γίνεται …» τραγούδησαν ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας.
Η ελευθερία του λόγου κατοχυρώνεται από το Ελληνικό Σύνταγμα και συγκεκριμένα από το άρθρο 14. Σύμφωνα με αυτό: « Kαθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του Kράτους». Ακόμη, «Ο τύπος είναι ελεύθερος. Η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται». Το ίδιο το Σύνταγμα, όμως, προβλέπει στο ίδιο άρθρο στην παράγραφο 3 και τις εξαιρέσεις στο παραπάνω δικαίωμα «Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάσχεση, με παραγγελία του εισαγγελέα, μετά την κυκλοφορία: α) για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας, β) για προσβολή του προσώπου του Προέδρου της Δημοκρατίας, γ) για δημοσίευμα που αποκαλύπτει πληροφορίες για τη σύνθεση, τον εξοπλισμό και τη διάταξη των ενόπλων δυνάμεων ή την οχύρωση της Χώρας ή που έχει σκοπό τη βίαιη ανατροπή του πολιτεύματος ή στρέφεται κατά της εδαφικής ακεραιότητας του Κράτους, δ) για άσεμνα δημοσιεύματα που προσβάλλουν ολοφάνερα τη δημόσια αιδώ, στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος».
Εκτός όμως, από τους προαναφερθέντες περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου, πρέπει να βρούμε τι πραγματικά είναι αυτό που μας κάνει να «κρατάμε το στόμα μας κλειστό». Η απάντηση είναι ο φόβος. Τόσο η κοινωνία, όσο και εμείς οι ίδιοι «διορίζουμε» το φόβο δεσμοφύλακα της γλώσσας μας, της επιθυμίας μας να εκφράσουμε τα πιστεύω και τα συναισθήματα μας. Πολλές είναι οι φορές που σωπαίνουμε μπροστά στην τυχόν απόρριψη, στις συνέπειες που θα ακολουθήσουν τα λεγόμενα μας, στο στιγματισμό εξαιτίας κάποιων ακραίων αντιλήψεων μας. «Ο λόγος είναι το πιο ισχυρό και μαγικό χάρισμα που έχει το ανθρώπινο είδος», γράφει ο Don Miguel Ruiz , στο βιβλίο του «Οι Τέσσερις Εποχές», κάτι που ήδη γνωρίζουμε αλλά παρ’ ολ’ αυτά δεν το εκμεταλλευόμαστε. Οι λέξεις είναι τα όπλα μας και ίσως η ομιλία να αποτελεί ένα από τα ελάχιστα αγαθά που σήμερα δεν πληρώνουμε για να τα αποκτήσουμε.
Συνεργάτης του φόβου στην επιβολή της εκούσιας σιωπής είναι η ντροπή. Ντροπή για αυτά που θα θέλαμε να πούμε και δεν βρίσκουμε το θάρρος. Τη δύναμη να υπερασπιστούμε αυτά τα οποία μας αντιπροσωπεύουν και αποτελούν αναπόσπαστα τμήματα του εαυτού μας. «Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις» όπως είπε ο Gabriel Garcia Markes, στην αποχαιρετιστήρια επιστολή του.
Όλοι ζητάμε ένα καλύτερο κόσμο, το θέμα είναι να χρησιμοποιήσουμε το λόγο, ώστε να τον απαιτήσουμε και να τον διεκδικήσουμε. Με τη σιωπή λόγω του φόβου και της ντροπής τίποτα άλλο παρά τη στασιμότητα κερδίζουμε.

17.3.08

ΕΛΛΑΔΑ - ΑΓΓΛΙΑ 1-0!!!



“This is radio nowhere. Is there anybody alive out there?” μου τραγουδά ο Bruce Springsteen δυνατά στο mp3 μου.
Ώρα 10.30 π. μ. Αγγλίας. Είμαι στο αεροδρόμιο του Heathrow στο Λονδίνο και περιμένω υπομονετικά τη βαλίτσα μου, αφού έχω περάσει πρώτα τον έλεγχο διαβατηρίων στον οποίο ο υπάλληλος μου την είπε γιατί είχα καινούρια ταυτότητα και όχι κανονικό διαβατήριο, καθ’ ότι “These papers are a piece of trash” , και ύστερα από κάτι περίεργους τύπους που κρατούσαν με περηφάνια όπλα τύπου καλάσνικοφ. Με το που τους είδα και άκουσα δυο μικρά παιδάκια να βάζουν τα κλάματα κοιτάζοντας τους, ήθελα να φωνάξω “Ήρεμα! Ήρεμα! Δεν είμαι τρομοκράτης! Είμαι το θύμα μιας αγάπης”.
Μπροστά μου ένα group shaolin μοναχών βολτάρουν πάνω κάτω, φορώντας τις πορτοκαλο – κίτρινες στολές τους, συνδυασμένες αρμονικά με αθλητικά παπούτσια adidas. Ένας υπάλληλος της ασφάλειας του αεροδρομίου με μαύρο τουρμπάνι, ελέγχει το χώρο. Μια γυναίκα ινδικής καταγωγής και αυτή σφουγγαρίζει με αργό ρυθμό το δάπεδο.
Οι Έλληνες ξεχωρίζουν από χιλιόμετρα, έχουν έτοιμο το τσιγάρο στο στόμα και περιμένουν τις αποσκευές παίζοντας νευρικά με τον αναπτήρα. Ταυτόχρονα κοιτάζουν με απελπισία την τεράστια πινακίδα “No Smoking” και μπορείς εύκολα να μαντέψεις ότι το μόνο πράγμα στο μυαλό τους αυτή τη στιγμή είναι η ώρα που θα ξεχαρμανιάσουν μετά την τετράωρη πτήση από Αθήνα.
“I want a million different voices speaking in tongues” συνεχίζει ο “ Boss”… και εγώ αναρωτιέμαι τη στιγμή που βγαίνω έξω στο δρόμο, κόσμος πάει έρχεται, βιάζεται, σπρώχνει λέγοντας ένα “sorry” συνήθως σε σπαστά αγγλικά, που δεν έχει καμία σημασία, πως μπορεί όλοι, ανάμεσα σε χιλιάδες φωνές, σε μια πόλη έντεκα εκατομμυρίων ψυχών να δείχνουν τόσο μόνοι;
Το μετρό είναι ασφυκτικά γεμάτο. Όρθιοι, καθιστοί με μια εφημερίδα στο χέρι, ασχολούνται μόνο με το κομμάτι χαρτί που έχουν στα χέρια τους λες και κανείς άλλος δεν υπάρχει γύρω. Αρχίζω να πιστεύω ότι ακόμα και αν κάποιος αρχίσει να φωνάζει μες στη μέση, κανείς απολύτως δεν θα γυρίσει το κεφάλι του να δει τι συμβαίνει.

Μετά το ξενοδοχείο, αποφάσισα να πάω μια βόλτα στο κέντρο. Σαν γνήσια Ελληνίδα και εγώ θα μπορώ μετά από λίγες μέρες να λέω με αέρα ευρωπαϊκό «Και προχτές, εκεί που περπάταγα στην Oxford Street…»! Άνθρωποι κάθε εθνικότητας περπατούν στο δρόμο, Ινδοί, Πακιστανοί, Κινέζοι, Γιαπωνέζοι, Αφρικανοί, Κύπριοι. Το πιο δύσκολο φαίνεται να είναι το να εντοπίσει κανείς Άγγλους.
Οι ονομασίες των δρόμων είναι το μόνο πράγμα που μου επιβεβαιώνει ότι βρίσκομαι στην πρωτεύουσα της Αγγλίας. Κοντοστέκομαι μπροστά στα μαγαζιά με σουβενίρ δίπλα στη Marble Arch που θυμίζουν Πακιστανικό Γκέτο, καθώς τα «δουλεύουν» αποκλειστικά Πακιστανοί.
Μία από τις λίγες έφηβες Αγγλίδες, έρχεται μπροστά μου και ζητά μια λίρα για να αγοράσει φαγητό για το παιδί της, όπως λέει.
«This melancholy London – I sometimes imagine that the souls of the lost are compelled to walk through its streets perpetually. One feels them passing like a whiff of air», έγραφε ο Ιρλανδός ποιητής Willian B. Yeats σε ένα γράμμα του, περίπου ενάμισι αιώνα πριν, αίσθηση που κυριαρχεί μέχρι σήμερα.
Στο “Κολωνάκι”, του Λονδίνου η εικόνα είναι διαφορετική. Μια Ferrari και μια Corvette είναι παρκαρισμένες απ’ έξω από τα Harrods. Όσοι διαθέτουν φωτογραφική ποζάρουν με χάρη δίπλα από τα πανάκριβα οχήματα. Ενώ οι υπόλοιποι αρκούνται στο να τα χαζεύουν. Άλλοι, θαυμάζουν τις πραγματικά εντυπωσιακές βιτρίνες, που συνδυάζουν αρμονικά ελληνικό και αιγυπτιακό πνεύμα.
Η διάθεση μου χαλάει με το που μπαίνω ξανά στο μετρό. Οι σιδερένιες μπάρες του ελέγχου εισιτηρίων, που ανοιγοκλείνουν ασταμάτητα μου προκαλούν πονοκέφαλο. Το “sorry” κάποιου που με έσπρωξε με δύναμη προς τον τοίχο την ώρα που προσπαθούσα να καταλάβω ποια γραμμή πρέπει να πάρω, δεν με κάνει σε καμία περίπτωση να νιώσω καλύτερα.
23.30 μ.μ. Επιτέλους βρίσκομαι στο δωμάτιο μου, στο κυριλέ μπορεί να πει κανείς ξενοδοχείο, κοντά στη Lancaster Gate. Την ώρα που προσπαθώ να ηρεμήσω αρχίζει να χτυπά συναγερμός πυρκαγιάς. Πανικόβλητοι όλοι φορώντας πυτζάμες βγαίνουμε στο δρόμο. Ένας πελάτης του ξενοδοχείου στέκεται στάζοντας με την πετσέτα του μπάνιου τυλιγμένη γύρω από τη μέση του στην πίσω πόρτα τρέμοντας από το κρύο. Οι υπάλληλοι μας μοιράζουν ασημένιες κάπες για την προστασία μας! Μετά από ένα μισάωρο ορθοστασίας μας ανακοινώνουν ότι επρόκειτο απλά για μια άσκηση πυρός …
Ελλάδα – Αγγλία 1-0!